Φιλοξενία σε άγρυπνες νύχτες

Ήταν το τρίτο βράδυ όταν κατά τη διάρκεια της νύχτας ηλικιωμένη πελάτισσα βρισκόταν στους χώρους του σαλονιού, πηγαίνοντας μηχανικά πάνω – κάτω, χαζεύοντας δεξιά αριστερά, αναζητώντας δειλά και ντροπαλά να βρίσκεται σε μέρος με φωτισμό και άλλο κόσμο. Η στάση της ήταν διακριτική και καθόλα κόσμια, δεν υπήρχε τίποτα το μεπτόν.

Τι να ήταν άραγες ο λόγος; Ο λειτουργός ασφαλείας, σαν μέρος των ευρύτερων καθηκόντων ή ανθρώπινου ενδιαφέροντος, βλέποντας το σκηνικό να επαναλαμβάνεται πλησίασε την κυρία και ευγενικά και με διακριτικότητα επιζήτησε την κουβέντα προσπαθώντας να ψαρέψει κάποια πληροφορία ή σχόλιο της. «Φοβάμαι το σκοτάδι, δεν θέλω να είμαι μόνη στο δωμάτιο μου, θέλω να είμαι κάπου που υπάρχει φως, που υπάρχουν πλάσματα!»

Ένα ρίγος συμπάθειας έπιασε τον ΧΧ και έβαλε μπροστά το σχέδιο συντροφιάς και περιποίησης της πελάτισσας. Όλο το προσωπικό της νυχτερινής βάρδιας μυήθηκε στο σχέδιο, να της δίνουν όσο περισσότερο σημασία, φιλικότητα και ζεστασιά. Της έφτιαξε ένα τσάι χαμομήλι και της το πρόσφερε να χαλαρώσει, που το δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση. Βράδυ παρά βράδυ το σκηνικό επαναλαμβανόταν.

Περνούσε λίγη ώρα κοντά στην υποδοχή, λίγη ώρα στο σαλόνι εκεί κοντά, λιγη ώρα με τους λειτουργούς ασφαλείας, όποτε δινόταν ευκαιρία αντάλλασσαν τις κουβέντες τους, γίνανε όλοι καλοί φίλοι που τους ένωσε η νύχτα για διαφορετικούς βεβαίως λόγους.

Η συνεχής άβολη κατάσταση και εσωτερική ανησυχία της που δεν την άφηνε να μείνει μόνη της στο δωμάτιο της, ήταν ο λόγς που συνδέθηκε με το προσωπικό βάρδιας και πέρασαν μαζί τις επόμενες μέρες των διακοπών της.

Κατά την αναχώρηση αποχαιρετίστηκαν σαν φίλοι, ενώ της χάρησαν ένα πακέτο με άφθονο τσάι χαμομήλι για να πίνει να χαλαρώνει και να θυμάται τους νυχτερινούς φίλους της. Η φιλοξενία της νύχτας φωτίζεται από τις μορφές των ανθρώπων που εργάζονται όταν οι άλλοι κοιμούνται, ή έχουν αυπνίες, για οποιοδήποτε λόγο.

Share

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *